- πελειοθρέμμων
- πελειοθρέμμων, ον, gen. ονος, ([etym.] τρέφω)A dove-nurturing,
νῆσος A. Pers. 309
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
νῆσος A. Pers. 309
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πελειοθρέμμων — ον, Α αυτός που εκτρέφει αγριοπερίστερα. [ΕΤΥΜΟΛ. πέλεια «αγριοπερίστερο» + θρέμμων (< τρέφω, πρβλ. θρέμμα), πρβλ. γαλακτο θρέμμων] … Dictionary of Greek
πελειοθρέμμονα — πελειοθρέμμων dove nurturing neut nom/voc/acc pl πελειοθρέμμων dove nurturing masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πελειοτρόφος — ον, Α πελειοθρέμμων.* [ΕΤΥΜΟΛ. < πέλεια «αγριοπερίστερο» + τρόφος (< τρέφω)] … Dictionary of Greek